Η προφυλακτική σαλπιγγοωοθηκεκτομή ή η αφαίρεση των σαλπίγγων και των ωοθηκών έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στη μείωση του κινδύνου καρκίνου των ωοθηκών σε γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA1 και BRCA2. Μάλιστα, μελέτες έχουν δείξει ότι η διαδικασία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών έως και 80-90%. Για τις γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA1 ή BRCA2, το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) συνιστά να εξετάζεται το ενδεχόμενο προφυλακτικής σαλπιγγοωοθηκεκτομής μεταξύ 35 και 40 ετών ή όταν έχει ολοκληρωθεί η τεκνοποίηση. Αυτή η σύσταση βασίζεται στο γεγονός ότι ο κίνδυνος καρκίνου των ωοθηκών αυξάνεται σημαντικά μετά την ηλικία των 35 ετών και ότι τα οφέλη της χειρουργικής επέμβασης γενικά υπερτερούν των κινδύνων για τις περισσότερες γυναίκες.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ενώ η προφυλακτική σαλπιγγοωοθηκεκτομή είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στη μείωση του κινδύνου καρκίνου των ωοθηκών, έχει επίσης πιθανούς κινδύνους και παρενέργειες, όπως πρώιμη εμμηνόπαυση και αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων και οστεοπόρωσης. Οι γυναίκες με μεταλλάξεις BRCA1 ή BRCA2 θα πρέπει να συζητήσουν τις εξατομικευμένες επιλογές κινδύνου και διαχείρισης με τους εξειδικευμένους Γυναικολόγους Ογκολόγους και τους γενετικούς συμβούλους τους για να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με την υγεία τους.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης του καρκίνου των ωοθηκών σε γυναίκες με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA 1 και BRCA2 είναι η χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών. Η ταυτόχρονη αφαίρεση των σαλπίγγων έχει μεγάλη σημασία, αφού νεότερα δεδομένα τονίζουν πως η συντριπτική πλειοψηφία καρκίνου των ωοθηκών, ιδιαίτερα στις παραπάνω γυναίκες, ξεκινάνε από τις σάλπιγγες. Η πρόδρομη αυτή βλάβη λέγεται ορώδες ενδοεπιθηλιακό καρκίνωμα της σάλπιγγας (Serous Tubal Intraepithelial Carcinoma – STIC) και η διάγνωσή του απαιτεί την παθολογοανατομική επεξεργασία των χειρουργικών παρασκευασμάτων με το πρωτόκολλο SEE-FIM, όπως πρόσφατα περιέγραψε το Πανεπιστήμιο του Harvard.
Η χειρουργική επέμβαση στις μέρες μας πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά και συνοδεύεται από ελάττωση της πιθανότητας εμφάνισης της νόσου κατά 80-90%. Στα επιπλέον κέρδη αναφέρεται και η πιθανή μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά 50-60%. Για τη μεγιστοποίηση της προστασίας τους, οι φορείς των μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 θα πρέπει:
- Να υποβάλλονται στην επέμβαση όταν ολοκληρώσουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, ή, το αργότερο, στην ηλικία των 35-40 ετών
- Να παρακολουθούνται μετά την επέμβαση λόγω του κινδύνου μελλοντικής ανάπτυξης καρκίνου του περιτοναίου (2-4%). Αν και το ιδανικό πρωτόκολλο παρακολούθησης δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί, προτείνεται ο έλεγχος με κλινική εξέταση και μέτρηση των επιπέδων CA-125 στο αίμα τουλάχιστον σε ετήσια βάση.